διπλόη

διπλόη
η (AM διπλόη) [διπλούς]
1. πτυχή, κοίλωμα
2. το μέρος τής ραφής τών οστών τού κρανίου, η εντομή τού κρανίου
αρχ.-μσν.
υποκρισία, ανειλικρίνεια
αρχ.
1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών)
2. (για χρησμό) ασάφεια, αμφιβολία
3. το κοίλωμα στο κέντρο τού σώματος τού σκορπιού που περιέχει το δηλητήριο
4. φρ. «διπλόη τῆς ψυχῆς» — μειονέκτημα, έλλειψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διπλόη — fold fem nom/voc sg (attic epic ionic) διπλόος twofold fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλόῃ — διπλόη fold fem dat sg (attic epic ionic) διπλόος twofold fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλόαις — διπλόη fold fem dat pl διπλόος twofold fem dat pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλόην — διπλόη fold fem acc sg (attic epic ionic) διπλόος twofold fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλόης — διπλόη fold fem gen sg (attic epic ionic) διπλόος twofold fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλοϊκός — ή, ό [διπλόη] σχετικός με τη διπλόη τού εγκεφάλου …   Dictionary of Greek

  • διπλόα — διπλόᾱ , διπλόη fold fem nom/voc/acc dual διπλόᾱ , διπλόη fold fem nom/voc sg (doric aeolic) διπλόος twofold neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) διπλόᾱ , διπλόος twofold fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic) διπλόᾱ , διπλόος twofold fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλόας — διπλόᾱς , διπλόη fold fem acc pl διπλόᾱς , διπλόη fold fem gen sg (doric aeolic) διπλόᾱς , διπλόος twofold fem acc pl (epic doric ionic) διπλόᾱς , διπλόος twofold fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Épanadiplose — L épanadiplose suggère un effet de répétition. L épanadiplose (du grec épi : « sur », ana : « de nouveau », diploos signifiant « …   Wikipédia en Français

  • Древние единицы измерения — Проверить информацию. Необходимо проверить точность фактов и достоверность сведений, изложенных в этой статье. На странице обсуждения должны быть пояснения …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”